- καυστήρ
- καυσ-τήρ, ῆρος, ὁ,A cauterizing apparatus, Hp.Haem.6 (cited as καυτήρ by Gal.19.111); in form καυτήρ, Hippiatr.26, Gal.14.782; on the accent, v. Hdn.Gr.2.922.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καυστήρ — καυστήρ, ῆρος, ἡ (Μ) [καίω] (ως θηλ. αντί τού καύστειρα*) σφοδρή («τῆς καυστῆρος μάχης βασανισθέντες οἱ βάρβαροι», Νικ. Χων.) … Dictionary of Greek
καυστήρ — cauterizing apparatus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστῆρα — καυστήρ cauterizing apparatus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστῆρας — καυστήρ cauterizing apparatus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστῆρες — καυστήρ cauterizing apparatus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστῆρι — καυστήρ cauterizing apparatus masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστῆρος — καυστήρ cauterizing apparatus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστῆρσι — καυστήρ cauterizing apparatus masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστῆρσιν — καυστήρ cauterizing apparatus masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστήρων — καυστήρ cauterizing apparatus masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa … Dictionary of Greek